- καυσεῖ
- καίωkindlefut ind mid 2nd sg (doric)καίωkindlefut ind act 3rd sg (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καύσει — καίω kindle aor subj act 3rd sg (epic) καίω kindle fut ind mid 2nd sg καίω kindle fut ind act 3rd sg καύ̱σει , καῦσις burning fem nom/voc/acc dual (attic epic) καύ̱σεϊ , καῦσις burning fem dat sg (epic) καύ̱σει , καῦσις burning fem dat sg (attic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καύση — Αντίδραση οξείδωσης, η οποία συντελείται γενικά στις ουσίες που περιέχουν άνθρακα και υδρογόνο. Στον ευρύτερο ορισμό της, η κ. περιλαμβάνει γρήγορες εξώθερμες χημικές αντιδράσεις σωμάτων που βρίσκονται στην αέρια φάση, χωρίς να εξαιρείται η… … Dictionary of Greek